Το κάταγμα του αντιβραχίου είναι ένας συνηθισμένος τραυματισμός που περιλαμβάνει σπάσιμο σε ένα ή και στα δύο οστά του αντιβραχίου, δηλαδή την κερκίδα και την ωλένη. Αυτά τα κατάγματα μπορεί να εμφανιστούν σε οποιαδήποτε ηλικία και είναι συχνά το αποτέλεσμα πτώσης σε τεντωμένο χέρι, άμεσου χτυπήματος στο χέρι ή στροφικής κάκωσης.
Τα κατάγματα του αντιβραχίου μπορούν να ταξινομηθούν με βάση τη θέση του σπασίματος, την κατεύθυνση της γραμμής κατάγματος και εάν το οστό έχει μετατοπιστεί από τη θέση του (παρεκτοπισμένο) ή παραμένει σε ευθυγράμμιση (μη παρεκτοπισμένο).
Τα κοινά συμπτώματα ενός κατάγματος του αντιβραχίου περιλαμβάνουν πόνο, οίδημα, μώλωπες, παραμόρφωση και δυσκολία κίνησης ή χρήσης του άνω άκρου.
Το κάταγμα του αντιβραχίου συνήθως διαγιγνώσκεται μέσω φυσικής εξέτασης, ακτινογραφιών και μερικές φορές πρόσθετων απεικονιστικών εξετάσεων όπως αξονικές τομογραφίες ή μαγνητικές τομογραφίες.
Η θεραπεία για ένα κάταγμα του αντιβραχίου εξαρτάται από τον τύπο και τη σοβαρότητα του κατάγματος. Μπορεί να περιλαμβάνει ακινητοποίηση με γύψο ή νάρθηκα, κλειστή ανάταξη (χειρισμός των οστών πίσω στη θέση τους χωρίς χειρουργική επέμβαση) ή χειρουργική επέμβαση με την τοποθέτηση υλικού όπως πλάκες και βίδες για τη σταθεροποίηση των οστών.
Η ανάρρωση από ένα κάταγμα του αντιβραχίου μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το άτομο και τον συγκεκριμένο τραυματισμό.
Συχνά συνιστάται φυσικοθεραπεία για να βοηθήσει στην ανάκτηση της δύναμης και του εύρους κίνησης στο χέρι μετά την επούλωση του κατάγματος.
Οι επιπλοκές που σχετίζονται με τα κατάγματα του αντιβραχίου μπορεί να περιλαμβάνουν τραυματισμό νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, σύνδρομο διαμερίσματος (αυξημένη πίεση εντός των μυών) και κακή σύζευξη (ακατάλληλη επούλωση των οστών).
Εάν υποψιάζεστε ότι έχετε κάταγμα στο αντιβράχιο, είναι σημαντικό να αναζητήσετε ιατρική βοήθεια και ειδικότερα έναν ειδικευμένο Ορθοπαιδικό χειρουργό καθώς η άμεση και κατάλληλη θεραπεία μπορεί να βοηθήσει στη διασφάλιση της σωστής επούλωσης και στη μείωση του κινδύνου επιπλοκών.